ταριχεύω

ταριχεύω
ταρίχευσα, ταριχεύτηκα, ταριχευμένος
1. διατηρώ άσηπτα κρέατα, ψάρια κτλ. με αλάτισμα, κάπνισμα.
2. προφυλάγω πτώματα από τη σήψη με ειδικά φάρμακα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ταριχεύω — ταριχεύω, ταρίχευσα και ταρίχεψα βλ. πίν. 19 , βλ. πίν. 17 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ταριχεύω — ταρῑχεύω , ταριχεύω preserve the body by artificial means pres subj act 1st sg ταρῑχεύω , ταριχεύω preserve the body by artificial means pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταριχεύω — ΝΜΑ [τάριχος] 1. αποτρέπω τη σήψη νεκρών ανθρώπων ή ζώων με διάφορα φαρμακευτικά παρασκευάσματα, βαλσαμώνω 2. (σχετικά με τρόφιμα) διατηρώ για μεγάλο χρονικό διάστημα με αλάτισμα, κάπνιμα ή ξήρανση στον αέρα αρχ. 1. (σχετικά με ξύλο) κάνω… …   Dictionary of Greek

  • προτεταριχευμένα — προτεταρῑχευμένα , πρό ταριχεύω preserve the body by artificial means perf part mp neut nom/voc/acc pl προτεταρῑχευμένᾱ , πρό ταριχεύω preserve the body by artificial means perf part mp fem nom/voc/acc dual προτεταρῑχευμένᾱ , πρό ταριχεύω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεταριχευμένα — τεταρῑχευμένα , ταριχεύω preserve the body by artificial means perf part mp neut nom/voc/acc pl τεταρῑχευμένᾱ , ταριχεύω preserve the body by artificial means perf part mp fem nom/voc/acc dual τεταρῑχευμένᾱ , ταριχεύω preserve the body by… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προταριχεύω — Α 1. ταριχεύω εκ τών προτέρων 2. αλατίζω προηγουμένως 3. ισχναίνω έναν ασθενή με νηστεία («βούλονται γὰρ πάντες ὑπὸ τὰς ἀρχὰς τῶν νούσων προταριχεύσαντες τοὺς ἀνθρώπους ἤ δύο... ἤ καὶ πλείους ἡμέρας», Ιπποκρ.) 4. διαλύω χημικές ύλες ή ουσίες εκ… …   Dictionary of Greek

  • συνταριχευθέντα — συνταρῑχευθέντα , σύν ταριχεύω preserve the body by artificial means aor part pass neut nom/voc/acc pl συνταρῑχευθέντα , σύν ταριχεύω preserve the body by artificial means aor part pass masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταριχευθέντα — ταρῑχευθέντα , ταριχεύω preserve the body by artificial means aor part pass neut nom/voc/acc pl ταρῑχευθέντα , ταριχεύω preserve the body by artificial means aor part pass masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταριχευομένων — ταρῑχευομένων , ταριχεύω preserve the body by artificial means pres part mp fem gen pl ταρῑχευομένων , ταριχεύω preserve the body by artificial means pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταριχευόμενον — ταρῑχευόμενον , ταριχεύω preserve the body by artificial means pres part mp masc acc sg ταρῑχευόμενον , ταριχεύω preserve the body by artificial means pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”